- ακαθησύχαστος
- -η, -οεκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καθησυχάσει, να καταπραΰνει: Έχει ακαθησύχαστες τύψεις για όσα μου έκαμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαθησύχαστος — η, ο [καθησυχάζω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καθησυχάσει, που βρίσκεται σε διαρκή ανησυχία … Dictionary of Greek
αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος … Dictionary of Greek